Κινεζικοί Λαϊκοί Μύθοι (29) -- περιπέτεια στον κόσμο των μυρμηγκιών (5ο μέρος)

2016-09-09 11:07:41     Caoxiuyuan

Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο, ο βασιλιάς δεν εμπιστευόταν πια τον Τσουνγιού μετά τον θάνατο της πριγκίπισσας από αρρώστια, και του είπε να επισκεφθεί την δική του πατρίδα και ότι θα τον ξανάφερνε τρία χρόνια μετά.

Ο Τσουνγιού τότε ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι προήλθε από τον ανθρώπινο κόσμο που ήτανε μέρος του βασιλείου. Έτσι οι δύο αγγελιοφόροι ντυμένοι στα μωβ που τον είχαν φέρει στο βασίλειο αρχικά, τον οδήγησαν έξω από το παλάτι.

Είδε την άμαξα που του ετοίμασαν παλιά και μικρή. Δεν είχε τους ακολούθους και τους υπηρέτες που είχε παλιά. Μόνοι οι δύο αγγελιοφόροι ντυμένοι στα μωβ τον συνόδευαν. Πήγαν στον αρχικό δρόμο από τον οποίο πέρασε ο Τσουνγιού όταν ήρθε στο βασίλειο, εκεί όπου αρχικά οι υπηρέτες προστατεύοντας το αμάξι του φώναζαν δυνατά στους άλλους για να ανοίξουν δρόμο. Αλλά τώρα έφυγαν σιωπηλά και κανείς δεν τους έδωσε προσοχή.

 

 Είδε το σώμα του ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Ο Τσουνγιού φοβισμένος δεν τόλμησε να προχωρήσει μέσα.

Ο Τσουνγιού άρχισε να αισθάνεται άσχημα και ένιωσε προσβεβλημένος. Ρώτησε τους αγγελιοφόρους, «πότε θα φτάσουμε στην πατρίδα μου;» Οι δύο τον αγνόησαν για λίγο καιρό και τελικά πολλά λεπτά αργότερα ένας απάντησε, «σύντομα».

Σε λίγο η άμαξα πέρασε από μια σπηλιά. Ο Τσουνγιού είδε την γειτονιά του ίδια όπως όταν έφυγε. Λυπήθηκε πολύ και τον πήραν τα δάκρυα. Όταν η άμαξα έφτασε μπροστά από το σπίτι του, ο Τσουνγιού κατέβηκε από το αμάξι και μπήκε μέσα ανεβαίνοντας στις σκάλες και περνώντας από την αυλή. Είδε το σώμα του ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Ο Τσουνγιού φοβισμένος δεν τόλμησε να προχωρήσει μέσα.

Οι δύο αγγελιοφόροι φώναξαν το όνομά του μερικές φορές και ξαφνικά ο Τσουνγιού ξύπνησε. Είδε τους υπηρέτες του σπιτιού του να καθαρίζουν την αυλή και τους δύο φίλους του να πλένουν τα πόδια τους. Ο ήλιος δύοντας έριχνε φως στον δυτικό τοίχο και το φλιτζάνι με το αφημένο κρασί ακόμα βρισκόταν στο περβάζι του ανατολικού παραθύρου.

Οι δύο φίλοι νόμισαν ότι τον πείραξαν τίποτα τέρατα και φώναξαν τους υπηρέτες να σκάψουν την σπηλιά.

Συνειδητοποίησε ότι στον σύντομο καιρό που ονειρεύτηκε, πέρασε ολόκληρη ζωή στο όνειρό του.

Οι δύο φίλοι είδαν τον Τσουνγιού να ξυπνάει και τον ρώτησαν αν ένιωσε καλύτερα τώρα που ξεμέθυσε. Ο Τσουνγιού τους διηγήθηκε το όνειρό του και εκπλάγηκαν πολύ. Μαζί τους ο Τσουνγιού βγήκε έξω και βρήκε την σπηλιά κάτω από το τεράστιο δέντρο της σοφόρας, μέσω της οποίας έφτασε στο Μέγα Βασίλειο Σοφόρας. Οι δύο φίλοι νόμισαν ότι τον πείραξαν τίποτα τέρατα και φώναξαν τους υπηρέτες να σκάψουν την σπηλιά.

Έσκαψαν την σπηλιά γύρω-γύρω και τέσσερα-πέντε μέτρα νότια από την είσοδο της σπηλιάς, βρήκαν μια τεράστια τρύπα, το βάθος της οποίας μπορούσε να χωρέσει ένα μεγάλο κρεβάτι. Στο βάθος υπήρχαν μικρού μεγέθους σε σύγκριση με τα ανθρώπινα τείχη της πόλης, κτίρια, και παλάτια φτιαγμένα από λάσπη. Αμέτρητα μυρμήγκια ήταν μαζεμένα. Στο κέντρο υπήρχε μια κόκκινη πλατφόρμα, πάνω στην οποία ήτανε δύο μεγάλα μυρμήγκια με άσπρα φτερά και κόκκινα κεφάλια, μήκους περίπου 10 εκατοστών. Δεκάδες μεγάλα μυρμήγκια τα προστάτευαν και τα άλλα μυρμήγκια δεν τολμούσαν να πλησιάσουν τα δύο.

Έτσι ο Τσουνγιού κατάλαβε ότι τα δύο μεγάλα μυρμήγκια ήτανε ο βασιλιάς και η βασίλισσα και εδώ ήτανε η πρωτεύουσα του βασιλείου Σοφόρας.

Σκάβοντας βρήκαν μια άλλη τρύπα, μικρότερη αλλά επίσης με πλατφόρμα και κτίρια, και εκεί ήτανε η περιφέρεια Νανκέ που διοίκησε ο Τσουνγιού για είκοσι χρόνια.

Στο βάθος υπήρχαν μικρού μεγέθους σε σύγκριση με τα ανθρώπινα τείχη της πόλης, κτίρια, και παλάτια φτιαγμένα από λάσπη.

Δυτικά εφτά με οχτώ μέτρα υπήρχε μια τρύπα με περίεργη μορφή στην οποία ήτανε μια μεγάλη χελώνα που είχε πεθάνει. Στο καύκαλο ήδη φύτρωνε πλούσιο το χορτάρι. Εκεί πρέπει να ήταν το Βουνό Χελώνα όπου πήγε ο Τσουνγιού για κυνήγι λίγο αργότερα αφότου παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Γιαοφάνγκ.

Μια άλλη τρύπα βρέθηκε ανατολικά και οι ρίζες του δέντρου περνούσαν την τρύπα στριφογυριστά. Μέσα υπήρχε ένα μικρό ανάχωμα. Εκεί έπρεπε να είναι ο τάφος της πριγκίπισσας Γιαοφάνγκ στον «Λόφο του Ελικοειδούς Δράκοντα».

Ο Τσουνγιού σκεφτόμενος το όνειρό του είδε την ανασκαφή να ταιριάζει με το όνειρο και δεν ήθελε να το καταστρέψει. Είπε στους υπηρέτες να καλύψουν τις τρύπες όπως παλιά.

Εκείνο το βράδυ όμως, χτύπησαν την πατρίδα του Τσουνγιού η καταιγίδα και ο δυνατός άνεμος. Το πρωί της επόμενης μέρας όταν ο Τσουνγιού πήγε ξανά στην σπηλιά, όλα τα μυρμήγκια είχαν εξαφανιστεί. Δεν ήξερε πού μετακόμισαν. Τελικά πραγματοποιήθηκε η προφητεία από το όνειρο που έλεγε ότι «η πρωτεύουσα θα αναγκαστεί να μετακομίσει. Το βασίλειο θα υποφέρει σοβαρά. Η τραγωδία θα προκληθεί από αλλοδαπό και θα ξεσπάσει στο παλάτι.»

 Εκεί πρέπει να ήταν το Βουνό Χελώνα όπου πήγε ο Τσουνγιού για κυνήγι λίγο αργότερα αφότου παντρεύτηκε την πριγκίπισσα.

Ο Τσουνγιού θυμήθηκε την επίθεση που έκανε το άλλο βασίλειο Σάνταλο & Αμπέλι στην περιφέρεια Νανκέ, και μαζί με τους δύο φίλους έψαξαν για το βασίλειο αυτό. Τελικά βρήκαν ότι 500 μέτρα ανατολικά από το σπίτι του Τσουνγιού υπήρχε ένα στεγνό ποτάμι, δίπλα στο οποίο υπήρχε ένα μεγάλο δέντρο σάνταλου τυλιγμένο από αμπέλι. Εκεί υπήρχε επίσης μια σπηλιά μυρμηγκιών. Αυτό θα ήταν φαίνεται το βασίλειο Σάνταλο & Αμπέλι.

Έκπληκτος από το όνειρο, ο Τσουνγιού έστειλε υπηρέτες να επισκεφτούν τους δύο παλιούς φίλους που υπήρχαν επίσης στο όνειρό του, τον Τζόου Μπιάν και τον Τιεν Ζιχουά. Ανακάλυψαν ότι ο Τζόου Μπιάν, ο οποίος είχε πεθάνει στο όνειρο, είχε πεθάνει και στην πραγματικότητα από ξαφνική αρρώστια, και ότι ο Τιεν Ζιχουά, ο οποίος στο όνειρο ακόμα ζούσε, είχε αρρωστήσει σοβαρά.

Ο Τσουνγιού έτσι αποφάσισε να απέχει από το αλκοόλ και αφιέρωσε την ζωή του στον Ταοϊσμό. Τρία χρόνια αργότερα, πέθανε από αρρώστια, όπως το γράμμα του πατέρα του που είχε πει ότι θα ξανασυναντηθούν τρία χρόνια μετά.

Έτσι τελειώνει η περιπέτεια του Τσουνγιού στον κόσμο των μυρμηγκιών.